έμπρυμνος

έμπρυμνος
και έμπρυμος, -η, -ο
1. (για πλοίο) αυτό που από ελαττωματική φόρτωση παρουσιάζει μεγαλύτερο βύθισμα προς το μέρος τής πρύμνης από το κανονικό
2. (για ιστό) αυτός που γέρνει προς την πρύμνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”